προσάμμωση

προσάμμωση
[-ις (-εως)] η нанос песка, образование песчаных наносов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προσάμμωση" в других словарях:

  • προσάμμωση — η, Ν συσσώρευση άμμου στον βυθό και στις όχθες ποταμών και λιμνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαμμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»